- φαρμακοβιομηχανία
- ηβιομηχανία φαρμάκων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαρμακοβιομηχανία — η, Ν κλάδος τής χημικής βιομηχανίας που έχει ως αντικείμενο την παραγωγή φαρμάκων, η φαρμακευτική βιομηχανία … Dictionary of Greek
οξικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όξος, στο ξίδι 2. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή οφείλεται στο οξικό οξύ (α. «οξικές ιδιότητες» β. «οξικό άλας» γ. «οξικός εστέρας») 3. φρ. α) «οξικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο… … Dictionary of Greek
παραχημεία — η τεχνολ. το σύνολο τών πιο εξειδικευμένων μορφών τής χημικής βιομηχανίας όπως είναι λ.χ. η φαρμακοβιομηχανία κ.ά … Dictionary of Greek
σαλικυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων 2. φρ. α) «σαλικυλική αλδεΰδη» χημ. κυκλική οργανική ένωση, φαινόλη και, συγχρόνως, αρωματική αλδεΰδη, άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή πικραμυγδάλου, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην… … Dictionary of Greek
σκουαλένιο — το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, πολυακόρεστος υδρογονάνθρακας που ανήκει στην κατηγορία τών ισοπρενοειδών, περιέχεται σε πολλούς φυτικούς και ζωικούς ιστούς, όπως είναι λ.χ. το συκώτι τού καρχαρία, αποτελεί σημαντικό ενδιάμεσο προϊόν κατά τη… … Dictionary of Greek
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
φαρμακευτικός — ή, ό / φαρμακευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαρμακεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φάρμακα ή στην παρασκευή φαρμάκων 2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακευτική α) (παλαιότερα) η προσωπική τέχνη τής παρασκευής τών φαρμάκων β) (σήμερα) επιστήμη και τέχνη που … Dictionary of Greek
φαρμακοβιομηχανικός — ή, ό, Ν ο σχετικός με την φαρμακοβιομηχανία ή τον φαρμακοβιομήχανο … Dictionary of Greek
χημικοφαρμακευτικός — ή, ό, Ν φρ. «χημικοφαρμακευτική βιομηχανία» η φαρμακοβιομηχανία … Dictionary of Greek
ακρολεΐνη ή ακρυλική αλδεΰδη ή προπενάλη — Ακόρεστη αλδεΰδη (βλ. λ.), το απλούστερο μέλος της σειράς, με τύπο CH2=CH CHO. Είναι υγρό άχρωμο, πτητικό, εξαιρετικά δραστικό, εύφλεκτο και πολύ επικίνδυνο για βιομηχανική χρήση. Έχει σημείο βρασμού 52,5°C, έντονη δυσάρεστη ερεθιστική οσμή και… … Dictionary of Greek